Greek Meaning of commonalty

κοινότητα

Other Greek words related to κοινότητα

Definitions and Meaning of commonalty in English

Wordnet

commonalty (n)

a class composed of persons lacking clerical or noble rank

FAQs About the word commonalty

κοινότητα

a class composed of persons lacking clerical or noble rank

ομοιότητα,ομοιότητα,κοινός παρονομαστής,παράλληλος,αναλογία,συμβατότητα,αλληλογραφία,ισοδύναμο,ίδιος,ισοδύναμο

διαφορά,διαφορά,Ανομοιότητα,απόκλιση,αλλαγή,παρέκκλιση,ασυμφωνία,Τροποποίηση,παραλλαγή,ασυμφωνία

commonality => Κοινότητα, commonage => κοινοτική γη, common zebra => κοινή ζέβρα, common yellowwood => Κοινό ξανθόξυλο, common yellowthroat => Αμερικάνικος χρυσοφρύδης,