Greek Meaning of mincing
κιμάς
Other Greek words related to κιμάς
- συμβατικός
- χαριτωμένος
- υπερβολικός
- εύκολος
- επίσημος
- ζωηρός
- καλός
- υστερικός
- κούφιος
- απρόσωπος
- Μελοδραματικός
- υποκριτικός
- στυλιζαρισμένο
- θεατρικός
- θεατρικός
- λιπαρός
- ξύλινος
- χαριτωμένος
- επινοητικός
- αυτόματος
- υπολογισμένος
- συνειδητός
- Καλλιεργούμενος
- εσκεμμένος
- Διπλωματία
- άδειος
- άκαμπτος
- Ανανδρος
- αλευρώδης
- μελόδραμα
- μηχανικό
- υπερβολικός
- υπερβολικά εξευγενισμένος
- χάδι
- πλαστικό
- προμελετημένο
- άκαμπτος
- άκαμπτος
- μελετήθηκε
- Δίπρόσωπος
- Υπερβολικός
- πληγμένος
- τεχνητός
- υποθετικός
- ψεύτικος
- κονσέρβα
- προσχηματικός
- επινοημένος
- Τεχνητός
- ψεύτικος
- προσποιημένος
- εξαναγκαστικός
- τετριμένος
- κοπιαστικός
- Αριστερόχειρας
- κατασκευασμένος
- κοροϊδεύω
- ψεύτικος
- ψεύτικη
- ψευδο-
- βάζω
- απάτη
- εξομοιωμένο
- πλαστό
- τεταμένος
- μη αυθεντικός
- αφύσικος
- απίθανος
- μη ρεαλιστικό
- ΨΕΥΔΕΣ
- επινοημένη
- ατέχναστος
- αυθεντικός
- καλή τη πίστει
- γνήσιος
- φυσικός
- πραγματικός
- ρεαλιστικός
- δεξιά
- ειλικρινής
- αυθόρμητος
- ανεπηρέαστος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- εύκολος
- ανεπιτήδευτος
- ειλικρινής
- αφελής
- ενστικτώδης
- λείο
- αυθόρμητος
- ειλικρινής
- αυθόρμητο
- αυτοσχεδιαστικός
- αυτοσχέδιος
- παρορμητικός
- Αναίσθητος
- μετριόφρων
- αναπάντεχος
- αμελέτητος
Nearest Words of mincing
Definitions and Meaning of mincing in English
mincing (s)
affectedly dainty or refined
mincing (a.)
That minces; characterized by primness or affected nicety.
FAQs About the word mincing
κιμάς
affectedly dainty or refinedThat minces; characterized by primness or affected nicety.
συμβατικός,χαριτωμένος,υπερβολικός,εύκολος,επίσημος,ζωηρός,καλός,υστερικός,κούφιος,απρόσωπος
ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,ειλικρινής,αυθόρμητος
mincer => Κρεατομηχανή, mince-meat => Κιμάς, mincemeat => κιμάς, minced => Τριμμένο, mince pie => Κρεατόπιτα,