Greek Meaning of mincing

κιμάς

Other Greek words related to κιμάς

Definitions and Meaning of mincing in English

Wordnet

mincing (s)

affectedly dainty or refined

Webster

mincing (a.)

That minces; characterized by primness or affected nicety.

FAQs About the word mincing

κιμάς

affectedly dainty or refinedThat minces; characterized by primness or affected nicety.

συμβατικός,χαριτωμένος,υπερβολικός,εύκολος,επίσημος,ζωηρός,καλός,υστερικός,κούφιος,απρόσωπος

ατέχναστος,αυθεντικός,καλή τη πίστει,γνήσιος,φυσικός,πραγματικός,ρεαλιστικός,δεξιά,ειλικρινής,αυθόρμητος

mincer => Κρεατομηχανή, mince-meat => Κιμάς, mincemeat => κιμάς, minced => Τριμμένο, mince pie => Κρεατόπιτα,