Greek Meaning of laborsaving

εξοικονόμησης εργασίας

Other Greek words related to εξοικονόμησης εργασίας

Definitions and Meaning of laborsaving in English

Wordnet

laborsaving (s)

designed to replace or conserve human and especially manual labor

FAQs About the word laborsaving

εξοικονόμησης εργασίας

designed to replace or conserve human and especially manual labor

αυτοματοποιημένο,αυτόματος,ρομποτικός,μηχανικό,αυτοενεργός,αυτοματοποιημένος,βοήθεια,ηλεκτρονικός,βοηθητικός,μηχανοκίνητος

μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος

laborous => επίπονος, laborless => ανεπιτήδευτος, αβίαστος, laboriousness => κοπιωδικότητα, laboriously => επίπονα, laborious => επίπονος,