Greek Meaning of self-regulating
αυτορρυθμιζόμενο
Other Greek words related to αυτορρυθμιζόμενο
Nearest Words of self-regulating
- self-regulated => αυτορρυθμιζόμενος
- self-registering thermometer => Αυτοεγγραφόμενο θερμόμετρο
- self-registering => αυτοκαταχωμένος
- self-regard => Αυτοσεβασμός
- self-reformation => αυτομεταρρύθμιση
- self-referent => αυτοαναφορικός
- self-realization => Αυτοπραγμάτωση
- self-realisation => Αυτοπραγμάτωση
- self-raising flour => Αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
- self-punishment => αυτοτιμωρία
- self-regulative => αυτορρυθμιζόμενος
- self-reliance => αυτοπεποίθηση
- self-reliant => ανεξάρτητος
- self-renewal => αυτο-αναγέννηση
- self-renewing => αυτοανανεώσιμος
- self-renunciation => αυταπάρνηση
- self-repellency => Αυτοαποστροφή
- self-repelling => αυτοαπωθητικό
- self-repetition => αυτοεπανάληψη
- self-report inventory => Ερωτηματολόγιο αυτοαξιολόγησης
Definitions and Meaning of self-regulating in English
self-regulating (s)
designed to activate or move or regulate itself
FAQs About the word self-regulating
αυτορρυθμιζόμενο
designed to activate or move or regulate itself
αυτοματοποιημένο,αυτόματος,εξοικονόμησης εργασίας,μηχανικό,ρομποτικός,αυτοενεργός,αυτοματοποιημένος,βοήθεια,ηλεκτρονικός,βοηθητικός
μη αυτόματο,μη αυτοματοποιημένος
self-regulated => αυτορρυθμιζόμενος, self-registering thermometer => Αυτοεγγραφόμενο θερμόμετρο, self-registering => αυτοκαταχωμένος, self-regard => Αυτοσεβασμός, self-reformation => αυτομεταρρύθμιση,