FAQs About the word doubleness

διπλότητα

The state of being double or doubled., Duplicity; insincerity.

δυαδικός, διμερής,διπλό,δίδυμος,Duplex,διμερής,Δικάννα,δίκοπος,ζευγαρωμένο,διπλός

ανύπαντρος,μη συζευγμένο

doubleminded => διστακτικός, double-milled => διπλής άλεσης, double-magnum => Διπλό magnum, double-lock => κλειδαριά με δύο μάνταλα, double-jointed => Διπλή άρθρωση,