Greek Meaning of knockwurst
Νοκβουρστ
Other Greek words related to Νοκβουρστ
Nearest Words of knockwurst
- knockstone => κυβόλιθος
- knockout punch => Κολαφος χαριστικης βολης
- knock-out drops => σταγόνες knockout
- knockout drops => Σταγόνες νοκ-άουτ
- knock-out => νοκ άουτ
- knockout => Νοκ άουτ
- knock-on effect => Αλυσιδωτή αντίδραση
- knock-off => απομίμηση
- knockoff => απομίμηση
- knock-kneed => Γόνατα ραιβά προς τα μέσα
Definitions and Meaning of knockwurst in English
knockwurst (n)
short thick highly seasoned sausage
FAQs About the word knockwurst
Νοκβουρστ
short thick highly seasoned sausage
Μπολόνια,Φρανκφούρτερ,Χοτ Ντογκ,Κιέου,Σπαλομπριζόλα,Συκωτάκια,Συκωτόλουκανικο,πεπερόνι,Σαλάμι,λουκάνικο
No antonyms found.
knockstone => κυβόλιθος, knockout punch => Κολαφος χαριστικης βολης, knock-out drops => σταγόνες knockout, knockout drops => Σταγόνες νοκ-άουτ, knock-out => νοκ άουτ,