Greek Meaning of liverwurst
Συκωτόλουκανικο
Other Greek words related to Συκωτόλουκανικο
Nearest Words of liverwurst
Definitions and Meaning of liverwurst in English
liverwurst (n)
sausage containing ground liver
FAQs About the word liverwurst
Συκωτόλουκανικο
sausage containing ground liver
Μπολόνια,Φρανκφούρτερ,Κιέου,Κνέκβουρστ,Νοκβουρστ,Σπαλομπριζόλα,Συκωτάκια,πεπερόνι,Σαλάμι,λουκάνικο
No antonyms found.
liverwort => Ηπατικόν βρύον, liver-spotted dalmatian => Λυκόσκυλο με κηλίδες συκωτιού, liverpudlian => Λίβερπουλ, liverpool => Λίβερπουλ, livermore => Λίβερμορ,