Greek Meaning of longueur
μήκος
Other Greek words related to μήκος
Nearest Words of longueur
- long-tongued => μακρόγλωσσος
- long-tongue => μακρόγλωσσος
- long-time => μακροπρόθεσμος
- longtime => μακροχρόνιος
- long-term memory => Μακροχρόνια μνήμη
- long-term => μακροπρόθεσμος
- long-tailed weasel => Χαραμίδα με μακριά ουρά
- long-tailed porcupine => Χοιρομύγα με μακριά ουρά
- longtail weasel => Νυφίτσα με μακριά ουρά
- longtail => μακριά ουρά
Definitions and Meaning of longueur in English
longueur (n)
a period of dullness or boredom (especially in a work of literature or performing art)
FAQs About the word longueur
μήκος
a period of dullness or boredom (especially in a work of literature or performing art)
κλιπ,πλαίσιο,locus classicus,εισαγωγικά,αναφορά,απόσπασμα,Μωβ περικοπή,δείγμα,απόσπασμα,Ηχητικό υλικό
No antonyms found.
long-tongued => μακρόγλωσσος, long-tongue => μακρόγλωσσος, long-time => μακροπρόθεσμος, longtime => μακροχρόνιος, long-term memory => Μακροχρόνια μνήμη,