Greek Meaning of tautly

τεντωμένος

Other Greek words related to τεντωμένος

Definitions and Meaning of tautly in English

Wordnet

tautly (r)

in a taut manner

FAQs About the word tautly

τεντωμένος

in a taut manner

σφιχτός,σφιχτό,άκαμπτος,άκαμπτος,τεταμένος,στερεός,άκαμπτος,χαλαρός,αμετάπειστος

κρεμαστό,χαλαρός,χαλαρός,Χαλαρός,γερμένο,ελαστικός,χαλαρός,ευέλικτος,μαλακός,ψηλόλιγνος

tauten => τεντωμένος, tautegorical => ανοησία, tautaug => Τάουταγκ, taut => σφιχτός, taurylic => ταυρικός,