FAQs About the word mordication

Διαβρωτικό

The act of biting or corroding; corrosion.

No synonyms found.

No antonyms found.

mordicant => διαβρωτικός, mordicancy => Δριμύτητα, mordente => Μορντέντε, mordecai richler => Μορντεκάι Ρίχλερ, mordantly => καυστικά,