Greek Meaning of undocumented

ατεκμηρίωτο

Other Greek words related to ατεκμηρίωτο

Definitions and Meaning of undocumented in English

Wordnet

undocumented (a)

lacking necessary documents (as for e.g. permission to live or work in a country)

FAQs About the word undocumented

ατεκμηρίωτο

lacking necessary documents (as for e.g. permission to live or work in a country)

απόκρυφος,χιμαιρικός,χιμαιρικός,Φαντασιώδης,Φανταστικός,φανταστικός,υποθετικός,φανταστικός,θρυλικός,μυθικός

πραγματικός,ντοκιμαντέρ,πραγματικός,σκληρός,ιστορικός,​​κυριολεκτικός,Γεγονός,Στόχος,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ

undock => αποδέσμευση, undoable => ανέφικτο, undo => αναίρεση, undivisible => αδιαίρετος, undividual => undividual,