Greek Meaning of obsoletely
παρωχημένα
Other Greek words related to παρωχημένα
- ξεπερασμένος
- αρχαϊκός
- μεσαιωνικός
- γήρανση
- αρχαίος
- αντίκα
- χρονολογημένος
- καταργημένος
- απορριφθεί
- ληγμένο
- απολιθωμένο
- μεσαιωνικός
- Πεθαμένος
- καλυμμένο με βρύα
- Νεολιθική εποχή
- απαρχαιωμένος
- παλιό
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος.
- ξεπερασμένο
- προϊστορικός
- προϊστορικός
- Σκουριασμένος
- Εποχή του λίθου
- συνταξιούχος
- Άχρηστο
- άχρηστος
- φθαρμένος
- παρελθόν
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- προκατακλυσμιαίος
- αταβιστικός
- παρελθόν
- νεκρός
- αναξιοποίητος
- αδρανής
- άλλοτε
- εξαφανισμένος
- χέρσος
- πρώην
- δωρεάν
- μπαγιάτικος
- ιστορικός
- ιστορικός
- πολιός
- αδρανής
- αδρανής
- αδρανής
- ανεγχείρητος
- ανενεργός
- καπούτ
- αργά
- λανθάνων
- σκοροφαγωμένος
- μουχλιασμένο
- Νωαχικός
- παλιομοδίτικος
- παλαιάς κοπής
- παρελθόν
- ρετρό
- ανέφικτος
- εξαφανίστηκε
- σεβάσμιος
- vintage
- ξεπερασμένος
- παλιομοδίτικος
- καππούτ
Nearest Words of obsoletely
Definitions and Meaning of obsoletely in English
obsoletely (adv.)
In an obsolete manner.
FAQs About the word obsoletely
παρωχημένα
In an obsolete manner.
ξεπερασμένος,αρχαϊκός,μεσαιωνικός,γήρανση,αρχαίος,αντίκα,χρονολογημένος,καταργημένος,απορριφθεί,ληγμένο
Σύγχρονο,τρέχων,μοντέρνος,νέος,σύγχρονος,πρόσφατος,Ενημερωμένος,φρέσκος,Λειτουργικός,Mod
obsolete => παρωχημένος, obsolescent => απαρχαιωμένος, obsolescence => Απαρχαιοποίηση, obsolesce => απαρχαιώνω, obsignatory => υπογράφων,