Greek Meaning of theorematic
θεωρηματικός
Other Greek words related to θεωρηματικός
Nearest Words of theorematic
- theorem => Θεώρημα
- theorbo => θεόρπη
- theorbist => Ο σφαιριστής
- theopneusty => Τεόπνευστη
- theopneustic => θεόπνευστος
- theopneusted => θεόπνευστος
- theophylline => θεοφυλλίνη
- theophrastus philippus aureolus bombastus von hohenheim => Θεόφραστος Φίλιππος Αυρήλιος Θεόφραστος Βόμβαστος φον Χοενχάιμ
- theophrastus => Θεόφραστος
- theophrastaceae => Θεοφραστιασέες
Definitions and Meaning of theorematic in English
theorematic (a.)
Alt. of Theorematical
FAQs About the word theorematic
θεωρηματικός
Alt. of Theorematical
Θεωρία,πτυχιακή διατριβή,υπόθεση,εικασία,γενίκευση,Υπόθεση,προκείμενη,προκήρυξη,υπόθεση,Πρόταση
No antonyms found.
theorem => Θεώρημα, theorbo => θεόρπη, theorbist => Ο σφαιριστής, theopneusty => Τεόπνευστη, theopneustic => θεόπνευστος,