Greek Meaning of theorematic

θεωρηματικός

Other Greek words related to θεωρηματικός

Definitions and Meaning of theorematic in English

Webster

theorematic (a.)

Alt. of Theorematical

FAQs About the word theorematic

θεωρηματικός

Alt. of Theorematical

Θεωρία,πτυχιακή διατριβή,υπόθεση,εικασία,γενίκευση,Υπόθεση,προκείμενη,προκήρυξη,υπόθεση,Πρόταση

No antonyms found.

theorem => Θεώρημα, theorbo => θεόρπη, theorbist => Ο σφαιριστής, theopneusty => Τεόπνευστη, theopneustic => θεόπνευστος,