Greek Meaning of lightplane

Αεροπλάνο

Other Greek words related to Αεροπλάνο

Definitions and Meaning of lightplane in English

lightplane

a small and comparatively lightweight airplane, a privately owned passenger airplane

FAQs About the word lightplane

Αεροπλάνο

a small and comparatively lightweight airplane, a privately owned passenger airplane

Διαστημικό λεωφορείο,αμφίβια,διπλάνο,Βομβαρδιστικό,ανεμόπτερο,Πυραυλοκίνητο αεροσκάφος,ανεμόπτερο,υ水上 αεροπλάνο,Υπερηχητική μεταφορά,κλίση του στροφείου

No antonyms found.

lightings => Φωτιστικά, lighting out => φωτισμός, lighting into => Κράζω κάποιον, lighting (upon) => φωτισμός (σε), lighting (up) => φωτισμός,