Greek Meaning of bomber
Βομβαρδιστικό
Other Greek words related to Βομβαρδιστικό
- αμφίβια
- μαχητής
- τζετ
- Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο
- Πυραυλοκίνητο αεροσκάφος
- υ水上 αεροπλάνο
- Τοπιλοβόλο
- Τουρμποπρόπ
- Πολεμικό αεροπλάνο
- Διαστημικό λεωφορείο
- αεροπλάνο
- Ατράκτιος
- Επιβατηγό αεροπλάνο
- αεροπλάνο
- Αερόπλοιο
- διπλάνο
- Φορτηγό πλοίο
- ανεμόπτερο
- αεριωθούμενο αεροσκάφος κάθετης απογείωσης
- Αεροπλάνο
- αεροπλάνο
- ανεμόπτερο
- πλοίο
- υπερσύγχρονο τζετ
- Υπερηχητικός
- Υπερηχητική μεταφορά
- Δεξαμενόπλοιο
- κλίση του στροφείου
- Τρακτέρ
- Τρικινητήριο
- τριμοτέρ
- τριπλάνο
- Τουρμποτζέτ
- Αεροδυναμικό
- αεροπλάνο
- Αεροταξί
- επένδυση
- Αεροσκάφος ρυμούλκησης
Nearest Words of bomber
- bomber aircrew => Πλήρωμα βομβαρδιστικού
- bomber crew => Πλήρωμα βομβαρδιστικού
- bomber harris => Μπόμπερ Χάρις
- bomber jacket => Μπουφάν πιλότου
- bombic => Βόμβα
- bombie => βόμβα
- bombilate => βομβαρδισμός
- bombilation => βομβαρδισμός
- bombina => Βάτραχος ο κίτρινος
- bombina bombina => Πύρινος βάτραχος με κίτρινη κοιλία
Definitions and Meaning of bomber in English
bomber (n)
a military aircraft that drops bombs during flight
a person who plants bombs
a large sandwich made of a long crusty roll split lengthwise and filled with meats and cheese (and tomato and onion and lettuce and condiments); different names are used in different sections of the United States
FAQs About the word bomber
Βομβαρδιστικό
a military aircraft that drops bombs during flight, a person who plants bombs, a large sandwich made of a long crusty roll split lengthwise and filled with meat
αμφίβια,μαχητής,τζετ,Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο,Πυραυλοκίνητο αεροσκάφος,υ水上 αεροπλάνο,Τοπιλοβόλο,Τουρμποπρόπ,Πολεμικό αεροπλάνο,Διαστημικό λεωφορείο
No antonyms found.
bombazine => Καμπαζίν, bombazet bombazette => βομβαζίνη βομβαζίνη, bombay hemp => Ινδική κάνναβη, bombay ceiba => Βομβάξ, bombay => Βομβάη,