Greek Meaning of towplane
Αεροσκάφος ρυμούλκησης
Other Greek words related to Αεροσκάφος ρυμούλκησης
- αμφίβια
- διπλάνο
- ανεμόπτερο
- Αεροπλάνο
- ανεμόπτερο
- υ水上 αεροπλάνο
- κλίση του στροφείου
- τριμοτέρ
- τριπλάνο
- Διαστημικό λεωφορείο
- αεροπλάνο
- Ατράκτιος
- αεροπλάνο
- Αερόπλοιο
- Βομβαρδιστικό
- Φορτηγό πλοίο
- τζετ
- Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο
- αεροπλάνο
- Πυραυλοκίνητο αεροσκάφος
- πλοίο
- Υπερηχητικός
- Υπερηχητική μεταφορά
- Δεξαμενόπλοιο
- Τοπιλοβόλο
- Τρακτέρ
- Τρικινητήριο
- Τουρμποτζέτ
- Τουρμποπρόπ
- Πολεμικό αεροπλάνο
- Αεροδυναμικό
- αεροπλάνο
- Αεροταξί
- Επιβατηγό αεροπλάνο
- μαχητής
- αεριωθούμενο αεροσκάφος κάθετης απογείωσης
- επένδυση
- υπερσύγχρονο τζετ
Nearest Words of towplane
Definitions and Meaning of towplane in English
towplane
an airplane that tows gliders
FAQs About the word towplane
Αεροσκάφος ρυμούλκησης
an airplane that tows gliders
αμφίβια,διπλάνο,ανεμόπτερο,Αεροπλάνο,ανεμόπτερο,υ水上 αεροπλάνο,κλίση του στροφείου,τριμοτέρ,τριπλάνο,Διαστημικό λεωφορείο
No antonyms found.
towpaths => Μονοπάτια ρυμούλκησης, townswomen => δημότιδα, townswoman => Γυναίκα της πόλης, towns => πόλεις, townies => πολίτες,