Greek Meaning of toylike
παιχνιδιάρικος
Other Greek words related to παιχνιδιάρικος
- μικρός
- μικρός
- μινιατούρα
- τσέπη
- μικρός
- μικροσκοπικός
- νάνος
- νάνος
- καλό
- μισή πίντα
- έλλειψη
- λιλιπούτειος
- μικροσκοπικός
- μικροσκοπικός
- μίνι
- μεγέθους πίντας
- σε μέγεθος πίντας
- τσέπης
- Τσέπης
- φτωχός
- αδύναμος
- πυγμαίος
- λειψός
- λεπτή
- ελαφρύ
- μικρός
- εφεδρικό
- αραιός
- καχεκτικός
- υποκανονικός
- παιχνίδι
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
- μινιατουροποιημένος
- Μπαντάμ
- μικρό
- κάψουλα
- λεπτό
- ανεπαρκής
- ανεπαρκής
- ασήμαντος
- απειροελάχιστος
- Ανεπαρκής
- πενιχρός
- ισχνός
- μικρό
- μικρούλι
- ελάχιστος
- αμελητέος - ελάχιστος
- φειδωλός
- Εντοπίζω
- καχεκτικός
- αραιός
- Ελάχιστος
- σπάνιος
- τριβή
- φτωχός
- αδύνατος
- τσιγκούνης
- μικροσκοπικό
- τσίμπημα
- μικροσκοπικός
- πολύ μικρό
- θέλοντας
- μικρός
- τιποτένιο
- μικροσκοπικός
- λίγο
- καχεκτικός
- μεγάλος
- ογκώδης
- σπηλαιώδης
- κολοσσιαίος
- σημαντικός
- τεράστιος
- γίγαντας
- γιγάντιος
- καλό
- Μεγάλος
- μεγάλος, καταπληκτικός
- αηδιαστικός
- όμορφος
- ηρωικός
- τεράστιος
- χάσκι
- μεγάλος
- μαζικός
- μονολιθικός
- τερατώδης
- μνημειακός
- ορεινός
- Υπερμεγέθους
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- αξιόλογος
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- τακτοποιημένος
- απέραντος
- ογκώδης
- υπερμεγέθης
- άφθονος
- άφθονος
- αισθητός
- λίγο μεγάλο
- άφθονος
- εμπορικό βαγόνι
- Ευρύς
- Βροβδινγκνέγιος
- άφθονος
- Κοσμικό
- κυκλώπειος
- ελεφαντώδης
- λίπος
- γαλαξιακός
- γιγαντιαίος
- γενναιόδωρος
- υγιής
- βαρύς
- ηρακλειώδης
- ηρωικός
- Ιμαλάια
- τεράστιος
- τεράστιος
- τεράστιος
- άπειρος
- γίγαντας
- βασιλικό μέγεθος
- Μεγέθους κρεβατιού King
- αρκετά μεγάλος
- Λεβιάθαν
- φιλελεύθερος
- μαμούθ
- φαραωνικός
- άφθονος
- άφθονο
- θαυμαστός
- εκπληκτικός
- εκπληκτικός
- παχύς
- Τιτανικός
- τεράστιος
- τεράστιος
- ευρύ
- Μπάνιανσκ
- υπερμεγέθης
- επαρκής
- απεριόριστος
- αρκετά
- αμέτρητος
- αμετρήσιμος
- ικανός
- κοσμικός
- γιγαντιαίος
Nearest Words of toylike
Definitions and Meaning of toylike in English
toylike
a small animal (as of a small breed or variety) see also toy fox terrier, toy manchester terrier, toy poodle, of diminutive size compared to a standard form or breed, to amuse oneself as if with a toy, trinket, bauble, flirtatious or seductive behavior, to act or deal with something lightly or without vigor or purpose, pastime, something of little or no value or importance, someone or something that can be toyed with, to engage in flirtation, a headdress of linen or woolen hanging down over the shoulders and formerly worn by old women of the lower classes, a literary or musical trifle or diversion, a sportive or amusing act, something that is or appears to be small, something (such as a preoccupation) that is paltry or trifling, designed or made for use as a toy, something resembling a child's toy especially in providing amusement or entertainment, something for a child to play with, something small for its kind, an animal of a breed or variety marked by exceptionally small size
FAQs About the word toylike
παιχνιδιάρικος
a small animal (as of a small breed or variety) see also toy fox terrier, toy manchester terrier, toy poodle, of diminutive size compared to a standard form o
μικρός,μικρός,μινιατούρα,τσέπη,μικρός,μικροσκοπικός,νάνος,νάνος,καλό,μισή πίντα
μεγάλος,ογκώδης,σπηλαιώδης,κολοσσιαίος,σημαντικός,τεράστιος,γίγαντας,γιγάντιος,καλό,Μεγάλος
toy (with) => (παίζω με), toxins => τοξίνες, toxics => τοξικά, toxicants => τοξίνες, tows => ρυμουλκά,