Greek Meaning of shrimpy

λειψός

Other Greek words related to λειψός

Definitions and Meaning of shrimpy in English

Wordnet

shrimpy (s)

(used especially of persons) of inferior size

FAQs About the word shrimpy

λειψός

(used especially of persons) of inferior size

μικρός,μικρός,τσέπη,μικρός,Μπαντάμ,μικροσκοπικός,νάνος,νάνος,καλό,μισή πίντα

μεγάλος,ογκώδης,κολοσσιαίος,σημαντικός,τεράστιος,γίγαντας,γιγάντιος,καλό,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός

shrimp-fish => Γαρίδα, shrimpfish => Μπακαλιάρος, shrimper => γαριδοσυλλέκτης, shrimp sauce => Σάλτσα γαρίδας, shrimp newburg => Newburg γαρίδας,