Greek Meaning of runty

καχεκτικός

Other Greek words related to καχεκτικός

Definitions and Meaning of runty in English

Wordnet

runty (s)

well below average height

(used especially of persons) of inferior size

Webster

runty (a.)

Like a runt; diminutive; mean.

FAQs About the word runty

καχεκτικός

well below average height, (used especially of persons) of inferior sizeLike a runt; diminutive; mean.

μικρό,μικρός,μικροσκοπικός,νάνος,νάνος,μισή πίντα,απειροελάχιστος,μικρός,μικρό,μικροσκοπικός

μεγάλος,ογκώδης,κολοσσιαίος,σημαντικός,τεράστιος,γίγαντας,γιγάντιος,καλό,Μεγάλος,μεγάλος, καταπληκτικός

runtiness => νάνος, run-time error => Σφάλμα χρόνου εκτέλεσης, runtime error => Σφάλμα χρόνου εκτέλεσης, run-time => χρόνος εκτέλεσης, run-through => πρόβα,