Greek Meaning of microscopic

μικροσκοπικός

Other Greek words related to μικροσκοπικός

Definitions and Meaning of microscopic in English

Wordnet

microscopic (a)

of or relating to or used in microscopy

Wordnet

microscopic (s)

visible under a microscope; using a microscope

extremely precise with great attention to details

so small as to be invisible without a microscope

Webster

microscopic (a.)

Alt. of Microscopical

FAQs About the word microscopic

μικροσκοπικός

of or relating to or used in microscopy, visible under a microscope; using a microscope, extremely precise with great attention to details, so small as to be in

ατομικός,μικρό,απειροελάχιστος,μικροσκοπικός,μικροσκοπικό,μικρός,μικρό,μινιατούρα,αμελητέος - ελάχιστος,μικρός

αστρονομικός,αστρονομικός,μεγάλος,κολοσσιαίος,σημαντικός,Κοσμικό,τεράστιος,εκτεταμένος,γίγαντας,γιγάντιος

microscopial => Μικροσκοπικό, microscope stage => στάδιο μικροσκοπίου, microscope slide => Αντικειμενοφόρος πλάκα, microscope => Μικροσκόπιο, microscopal => μικροσκοπική,