Greek Meaning of shrinkable

Συρρικνούμενο

Other Greek words related to Συρρικνούμενο

Definitions and Meaning of shrinkable in English

Wordnet

shrinkable (a)

capable of being shrunk

FAQs About the word shrinkable

Συρρικνούμενο

capable of being shrunk

κατάρρευση,συμπιέζω,πυκνώνω,συσφίγγω,Μείωση,Σύμβαση,μειώνω,ισοπεδώνω,ξεφουσκώνω,στεγνώνω

επεκτείνω,μεγαλώνω,αύξηση,οίδημα,συσσωρεύω,μπαλόνι,χιονόμπαλα,φουσκώνω,φουσκώνω

shrink from => δειλιάζω, shrink back => συρρικνώνω, shrink => συρρικνώνω, shrine => ιερό, shrimpy => λειψός,