Greek Meaning of lighters
Αναπτήρες
Other Greek words related to Αναπτήρες
- καρίνα (καρίνα)
- τρυφερό
- Ναυαγοσωστικά
- Σκάφη
- Εργαλεία κοπής
- Hoys
- Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα
- σωσίβιες λέμβοι
- σκάφη
- Ρυμουλκά
- Ρυμουλκά
- τραβάει
- σκάφη
- βοηθητικά
- κανό
- γόπες
- ferries
- σχεδίες
- Ταξί
- τραπεζίτες
- Μπατώ
- καταδρομικά
- ντόου
- Φέριμποτ
- Πλατιά σκάφη
- γόνδολες
- Πλωτά σπίτια
- ενδομήτριος
- εύθυμες βάρκες
- καγιάκ
- λανσάρει
- αχθοφόροι
- Μηχανοκίνητα σκάφη
- Στενά σκάφη
- εξωλέμβιοι κινητήρες
- Πινέζες
- πλωτήρες
- Ταχύπλοα
- καρότσια
- ποταμόπλοια
- Σκάφη κωπηλασίας
- σάμπαν
- πραμ
- κρανία
- Γριποβόλοι
- σκίφ
- Ταξί
- υδάτινα ταξί
- φαλαινοθηρικά
- φαλαινοθήρες
- σκάφη
- πορθμεία
- καγιάκ
- καταμαράν
- Κατμποτ
- Κομπλασ
- καρδιάες
- Κορακλάκια
- Κουράκ
- κουρράχ
- φουσκωτά
- Σύρονται
- καταφύγια
- συναυλίες
- βραγχιόδιχτα
- Μικρές βάρκες
- κέτσι
- εξωλέμβιοι καρένες
- Πεντάλ
- γρανίτες
- pirogues
- βάρκες
- κωπηλατικές βάρκες
- ιστιοφόρα
- χταποδάκια
- Σκούνα
- Σκαλμώπες
- κελύφη
- γαρίδες
- Σανίδες σερφ
- τράτες
- μπανιέρες
- umiaks
- Εργατικά σκάφη
- Γιαχτες
Nearest Words of lighters
Definitions and Meaning of lighters in English
lighters
one that lights or sets a fire, a device for lighting, a device for lighting a fire, one that lights, to carry by a lighter, a large usually flat-bottomed barge used especially in unloading or loading ships, a large barge used especially in unloading or loading ships, to convey by a lighter, a mechanical or electrical device used for lighting cigarettes, cigars, or pipes
FAQs About the word lighters
Αναπτήρες
one that lights or sets a fire, a device for lighting, a device for lighting a fire, one that lights, to carry by a lighter, a large usually flat-bottomed barge
καρίνα (καρίνα),τρυφερό,Ναυαγοσωστικά,Σκάφη,Εργαλεία κοπής,Hoys,Ιστιοπλοϊκά σκάφη με τρόπιδα,σωσίβιες λέμβοι,σκάφη,Ρυμουλκά
No antonyms found.
lightens => Ελαφρύνει, lighted out => βγήκε, lighted (upon) => φωτισμένος (πάνω), lighted (up) => φωτισμένος (φωτισμένη), light out => Σβήνω το φως,