FAQs About the word likelihoods

πιθανότητες

the chance that something will happen, probability sense 1

πιθανότητα,δυνατότητα,αξιοπιστία,εφικτότητα,Ευθύνη,πιθανοφάνεια,πιθανοφάνεια,δυνατότητα,λογικότητα,λογικότητα

απίθανοτητα,απίθανο,απίθανο,αμφιβολία,Αμφιβολία,Ανεφάρμοστος,μη πρακτικότητα,απίθανο,απιστία

like wildfire => σαν πυρκαγιά, like gangbusters => σαν τρελοί, like as not => (πιθανώς) 'pithanós', likableness => συμπάθεια, likability => προσιτότητα,