Greek Meaning of limbered (up)
Ευλύγιστοι (πάνω)
Other Greek words related to Ευλύγιστοι (πάνω)
- Εισέβαλε
- επιβεβλημένος
- (στηριγμένο)
- ενισχυμένη
- συνηθισμένος
- στηριγμένος
- ενισχυμένο
- ενισχυμένος
- ενισχυμένο
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- οπλισμένος
- συνήθης
- Εμβολιασμένος
- πολιτογραφημένος
- ενισχυμένο
- υποστηριζόμενος
- εκπαιδευμένος
- εγκλιματισμένος
- προσαρμοσμένος
- προσαρμοσμένο
- Ανόπτηση
- σκληρυμένο
- συνηθισμένος
- αναζωογονημένο
- θερμικός
- αναζωογονημένο
Nearest Words of limbered (up)
Definitions and Meaning of limbered (up) in English
limbered (up)
to prepare for physical activity by doing exercises so that one's body can move and bend more easily
FAQs About the word limbered (up)
Ευλύγιστοι (πάνω)
to prepare for physical activity by doing exercises so that one's body can move and bend more easily
Εισέβαλε,επιβεβλημένος,(στηριγμένο),ενισχυμένη,συνηθισμένος,στηριγμένος,ενισχυμένο,ενισχυμένος,ενισχυμένο,εξαρτημένος από κάποιον όρο
εξαντλημένος,μαλακωμένο,εξασθενημένος,ανάπηρος,ευνουχισμένος,εξασθενημένος,ανίκανος,αποκαμωμένος,Εφαρμοσμένο,εξασθενημένος
limber (up) => ευλύγιστος, lilted => μελωδικός, likings => Αρέσκειες, likes => αρέσει, likenesses => ομοιότητες,