Greek Meaning of sensitized

Εφαρμοσμένο

Other Greek words related to Εφαρμοσμένο

Definitions and Meaning of sensitized in English

Wordnet

sensitized (s)

having an allergy or peculiar or excessive susceptibility (especially to a specific factor)

FAQs About the word sensitized

Εφαρμοσμένο

having an allergy or peculiar or excessive susceptibility (especially to a specific factor)

εξαντλημένος,μαλακωμένο,εξαντλημένος,εξασθενημένος,αποκαμωμένος,εξασθενημένος,ανάπηρος,εξασθενημένος,Παράλυτος,ανίκανος

Ανόπτηση,σκληρυμένο,Ενισχυμένο,θερμικός,εγκλιματισμένος,προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,οχυρωμένος,σκληρυμένος,συνηθισμένος

sensitize => ευαισθητοποιώ, sensitization => Ευαισθητοποίηση, sensitivity => ευαισθησία, sensitiveness => ευαισθησία, sensitively => με ευαισθησία,