Greek Meaning of sensorial
αισθητήριος
Other Greek words related to αισθητήριος
Nearest Words of sensorial
- sensories => αισθητήρια
- sensorimotor => αισθητικοκινητικός
- sensorimotor area => Αισθητικοκινητική περιοχή
- sensorimotor region => αισθητικοκινητική περιοχή
- sensorineural => αισθητικο-νευρικός
- sensorineural hearing loss => Αισθητικο-νευρική βαρηκοΐα
- sensorium => αισθητήριο
- sensoriums => αισθητήρες
- sensori-volitional => αισθητικοκινητικός
- sensory => αισθητηριακός
Definitions and Meaning of sensorial in English
sensorial (a)
involving or derived from the senses
sensorial (a.)
Of or pertaining to the sensorium; as, sensorial faculties, motions, powers.
FAQs About the word sensorial
αισθητήριος
involving or derived from the sensesOf or pertaining to the sensorium; as, sensorial faculties, motions, powers.
αισθητηριακός,εντυπωσιακός,προσάγουσα,δεκτικός,αισθητικός,ευαίσθητος
εξωαισθητηριακός,διαισθητικός
sensoria => αισθητήρια, sensor => αισθητήρας, sensive => ευαίσθητος, sensitory => αισθητηριακός, sensitometer => Εμπειριομέτρησης,