FAQs About the word boning (up)

αποκόλληση (των οστών)

to try to master necessary information quickly, to renew one's skill or refresh one's memory

αναθεώρηση,περνάω από,σπουδάζει,Ανάλυση,ανακαλύπτοντας,μάθηση,Ανάγνωση (anágnōsi),ερευνητική,κράμπαρης,συμπεραίνοντας

No antonyms found.

bonifaces => Βονιφάτιος, bonhomous => Φιλικός, bonging => μπονγκίνγκ, bonged => εισπνέει, boneyards => νεκροταφεία αυτοκινήτων,