Greek Meaning of specialism
ειδικότητα
Other Greek words related to ειδικότητα
- φρούριο
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- ταλέντο
- ικανότητα
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- ικανότητα
- αρμοδιότητα
- προίκισμα
- εξειδίκευση
- εγκατάσταση
- Σχολή
- Φυσική κατάσταση
- ταλέντο
- διάνοια
- Δώρο
- ικανότητα
- κοστούμι
- επάγγελμα
- Δύναμη
- καταλληλότητα
- ικανότητα
- διαπιστευτήρια
- αγαθά
- Γνωστική ικανότητα
- υλικά
- Μαεστρία
- κυριαρχία
- δυνατότητα
- επάρκεια
- προσόν
- καταλληλότητα
Nearest Words of specialism
- specialiser => Ειδικός
- specialised => εξειδικευμένος
- specialise => ειδικεύομαι
- specialisation => εξειδίκευση
- special-interest group => Ομάδα ειδικών συμφερόντων
- special weapons and tactics team => Ομάδα Ειδικών Όπλων και Τακτικής
- special weapons and tactics squad => Ομάδα Ειδικών Αποστολών και Τακτικών
- special verdict => ειδική ετυμηγορία
- special theory of relativity => ειδική θεωρία σχετικότητας
- special session => ειδική περίοδος
Definitions and Meaning of specialism in English
specialism (n)
the concentration of your efforts on a particular field of study or occupation
the special line of work you have adopted as your career
FAQs About the word specialism
ειδικότητα
the concentration of your efforts on a particular field of study or occupation, the special line of work you have adopted as your career
φρούριο,ειδικότητα,Ειδικότητα,ταλέντο,ικανότητα,ικανότητα,χωρητικότητα,ικανότητα,αρμοδιότητα,προίκισμα
No antonyms found.
specialiser => Ειδικός, specialised => εξειδικευμένος, specialise => ειδικεύομαι, specialisation => εξειδίκευση, special-interest group => Ομάδα ειδικών συμφερόντων,