FAQs About the word pressurise

πιέζω

increase the pressure on a gas or liquid, maintain a certain pressure, increase the pressure in or of

No synonyms found.

No antonyms found.

pressure-wash => πλύσιμο με υψηλή πίεση, pressure-feed lubricating system => Σύστημα αυτόματης λίπανσης με πίεση, pressure-cook => Μαγείρεμα σε χύτρα ταχύτητας, pressure wires => καλώδια πίεσης, pressure unit => Μονάδα πίεσης,