Greek Meaning of pressurise
πιέζω
Other Greek words related to πιέζω
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pressurise
- pressure-wash => πλύσιμο με υψηλή πίεση
- pressure-feed lubricating system => Σύστημα αυτόματης λίπανσης με πίεση
- pressure-cook => Μαγείρεμα σε χύτρα ταχύτητας
- pressure wires => καλώδια πίεσης
- pressure unit => Μονάδα πίεσης
- pressure suit => Στολή πίεσης
- pressure sore => Κατάκλιση
- pressure sensation => Αίσθηση πίεσης
- pressure point => σημείο πίεσης
- pressure level => Επίπεδο πίεσης
- pressurize => πιέζω
- pressurized water reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας με ατμό υπό πίεση
- presswork => Τυπογραφικό Έργο
- prestidigitation => ταχυδακτυλουργία
- prestidigitator => ταχυδακτυλουργός
- prestige => κύρος
- prestigious => περίβλεπτος
- prestigiousness => κύρος
- prestissimo => πολύ γρήγορα
- presto => γρήγορα
Definitions and Meaning of pressurise in English
pressurise (v)
increase the pressure on a gas or liquid
maintain a certain pressure
increase the pressure in or of
FAQs About the word pressurise
πιέζω
increase the pressure on a gas or liquid, maintain a certain pressure, increase the pressure in or of
No synonyms found.
No antonyms found.
pressure-wash => πλύσιμο με υψηλή πίεση, pressure-feed lubricating system => Σύστημα αυτόματης λίπανσης με πίεση, pressure-cook => Μαγείρεμα σε χύτρα ταχύτητας, pressure wires => καλώδια πίεσης, pressure unit => Μονάδα πίεσης,