Greek Meaning of monomaniac

μονομανής

Other Greek words related to μονομανής

Definitions and Meaning of monomaniac in English

Wordnet

monomaniac (n)

a person suffering from monomania

Webster

monomaniac (n.)

A person affected by monomania.

Webster

monomaniac (a.)

Alt. of Monomaniacal

FAQs About the word monomaniac

μονομανής

a person suffering from monomaniaA person affected by monomania., Alt. of Monomaniacal

Φρενήρης,υστερικός,μονομανιακός,εμμονικός,εμμονικός,πίθηκος,βαλλιστικός,μανιακός,καταθλιπτικός,αποσπασμένος

ισορροπημένος,σαφής,συνετός,Σαφής,λογικός,λογικός,λογικός,ε разумный,ήχος,σοφός

monomania => μονομανία, monomane => μονομανής, monomachy => Μονομαχία, monomachist => μονοκράτορας, monomachia => Μονομαχία,