Greek Meaning of monomial
Μονόποδο
Other Greek words related to Μονόποδο
- Δίπολο
- alias
- Επωνυμία
- ψευδώνυμο
- Λανθασμένη ονομασία
- Πολεμικό όνομα
- Ψευδώνυμο
- Ψευδώνυμο
- ψευδώνυμο
- ετικέτα
- Εμπορική ονομασία
- Ασήμαντο όνομα
- Προςταγές
- πανό
- με το όνομα
- χριστιανικό όνομα
- μικρός
- επίθετο
- επώνυμο
- Όνομα
- βαφτιστικό όνομα
- υποκοριστικό
- ετικέτα
- Πατρικό επώνυμο
- μητρώνυμο
- Δεύτερο όνομα
- ψευδώνυμο
- πατρώνυμο
- ρουμπρίκα
- παρατσούκλι
- ψευδώνυμο
- εμπορικό σήμα
Nearest Words of monomial
Definitions and Meaning of monomial in English
monomial (n.)
A single algebraic expression; that is, an expression unconnected with any other by the sign of addition, substraction, equality, or inequality.
monomial (a.)
Consisting of but a single term or expression.
FAQs About the word monomial
Μονόποδο
A single algebraic expression; that is, an expression unconnected with any other by the sign of addition, substraction, equality, or inequality., Consisting of
Δίπολο,alias,Επωνυμία,ψευδώνυμο,Λανθασμένη ονομασία,Πολεμικό όνομα,Ψευδώνυμο,Ψευδώνυμο,ψευδώνυμο,ετικέτα
No antonyms found.
monometric => Μονομετρικός, monometer => μετρητής, monometallist => μονεταλλιστής, monometallism => Μονομεταλλισμός, monometallic => Μονομεταλλικό.,