Greek Meaning of clearer

καθαρότερο

Other Greek words related to καθαρότερο

Definitions and Meaning of clearer in English

Webster

clearer (n.)

One who, or that which, clears.

A tool of which the hemp for lines and twines, used by sailmakers, is finished.

FAQs About the word clearer

καθαρότερο

One who, or that which, clears., A tool of which the hemp for lines and twines, used by sailmakers, is finished.

Κρύσταλλος,υγρό,διαφανής,Διάφανος σαν κρύσταλλο,κρυσταλλωτός,διαυγής,Σαφής,διαφανής,διάφανος,διαφανές

συννεφιασμένος,έγχρωμος,σκοτεινός, -ή, -ό,αδιαφανής,πυκνό,ομιχλώδης,Υαλωμένο,θολό,ομιχλώδης,λασπωμένος

clearedness => σαφήνεια, cleared => ξεκαθαρισμένο, clearcutness => σαφήνεια, clear-cut => σαφής, clearcoling => διαγράψτε τη στήλη,