FAQs About the word guzzling

καταβροχθίζω

the drinking of large mouthfuls rapidlyof Guzzle

ποτό,καταπίνω,γουλιά,Ύψωση,απορροφητικότητα,κτυπώντας (κάτω),πόση με μεγάλες γουλιές,ρουφηξιμό,δείπνο,γουλιά

αποχή

guzzler => μέθυσος, guzzled => καταβρόχθισα, guzzle => γαργαλί, guze => Συκώτι, guyot => Γκιό** ***(Gio),