Greek Meaning of depletive

καταστρεπτικός

Other Greek words related to καταστρεπτικός

Definitions and Meaning of depletive in English

Webster

depletive (a.)

Able or fitted to deplete.

Webster

depletive (n.)

A substance used to deplete.

FAQs About the word depletive

καταστρεπτικός

Able or fitted to deplete., A substance used to deplete.

απορροφώ,καίω,καταναλίσκω,αποχέτευση,εξάτμιση,μειώνω,ξοδεύω,Μείωση,καταβροχθίζω,μειώνω

αυξάνω,αύξηση,ανανεώνω,αντικαταστήσει,μαξιλάρι,διατηρώ,επιβάλλω,διευρύνω,διατηρώ,ανοικοδομώ

depletion => εξάντληση, depleting => εξαντλητικό, depleted => εξαντλημένος, deplete => εξαντλώ, depletable => εξαντλήσιμος,