FAQs About the word deplant

φυτεύω

To take up (plants); to transplant.

No synonyms found.

No antonyms found.

deplane => αποβιβάζομαι, deplanate => πεπλατυσμένος, depilous => άτριχος, depilatory => αποτριχωτική κρέμα, depilator => Αποτριχωτική μηχανή,