FAQs About the word deploringly

με λύπη

In a deploring manner.

πεισματικά,με περιφρόνηση,περιφρονητικά,υπερκριτικά,δυσμενώς,δυσμενώς,αποδοκιμαστικά,αρνητικά,δυσμενώς

με θαυμασμό,εκτιμητικά,επιδοκιμαστικά,θετικά,θετικά,με σεβασμό,Συμπληρωματικά,ερωτικά,με εκτίμηση,με ευλάβεια

deploring => θλιβερό, deplorement => θρήνος, deploredness => θλιβερό, deploredly => δυστυχώς, deplored => κατηγόρησε,