Greek Meaning of deploringly
με λύπη
Other Greek words related to με λύπη
Nearest Words of deploringly
Definitions and Meaning of deploringly in English
deploringly (adv.)
In a deploring manner.
FAQs About the word deploringly
με λύπη
In a deploring manner.
πεισματικά,με περιφρόνηση,περιφρονητικά,υπερκριτικά,δυσμενώς,δυσμενώς,αποδοκιμαστικά,αρνητικά,δυσμενώς
με θαυμασμό,εκτιμητικά,επιδοκιμαστικά,θετικά,θετικά,με σεβασμό,Συμπληρωματικά,ερωτικά,με εκτίμηση,με ευλάβεια
deploring => θλιβερό, deplorement => θρήνος, deploredness => θλιβερό, deploredly => δυστυχώς, deplored => κατηγόρησε,