FAQs About the word reverently

με ευλάβεια

with reverence; in a reverent mannerIn a reverent manner; in respectful regard.

ερωτικά,με σεβασμό,λατρευτικά,με θαυμασμό,εκτιμητικά,επιδοκιμαστικά,θετικά,Συμπληρωματικά,θετικά,με εκτίμηση

δυσμενώς,αποδοκιμαστικά,αρνητικά,δυσμενώς,με περιφρόνηση,περιφρονητικά,πεισματικά,υπερκριτικά,δυσμενώς

reverentially => με δέος, reverential => ευλαβικός, reverent => ευλαβικός, reverendly => ευλαβικά, reverend dodgson => ιερέας Dodgson,