FAQs About the word holed up

Ενσφηνωμένο

to place in or as if in a refuge or hiding place, to take shelter in or as if in a hole or cave, to hide out in or as if in a hole or cave

Κρυμμένος,ελοχεύει,τοποθετώ,κρυφτείτε ,ήρεμος,κάθισε σφιχτά,άρπαξε,Απέφευξε,απέφυγε,αποφεύγω

εμφανίστηκε,βγήκε,εμφανίστηκε,ανέβηκε,υλοποιημένος

holed => τρυπημένος, holdups => ληστείες, holds up => κρατάει, holds over => κρατά, holds on => κρατάει,