FAQs About the word holds off

αντέχει

to defer action on, to block from an objective, to keep away, to defer or temporarily stop doing something, postpone, delay, to fight to a standoff

αντιτίθεται,αντιστέκεται,αποστρέφει,επιστρέφει,αντέχει,αψηφάει,εκτρέπεται,μάχες,αντικρούει,απωθεί

καλωσορίζει,χαλάζι

holds back => κρατάει πίσω, holds => Κρατάει, holdings => Συμμετοχές, holding up => κρατώντας, holding patterns => μοτίβα αναμονής,