Greek Meaning of colorlessly

άχρωμα

Other Greek words related to άχρωμα

Definitions and Meaning of colorlessly in English

colorlessly

dull, uninteresting, pallid, blanched, dull entry 1 sense 8, lacking color

FAQs About the word colorlessly

άχρωμα

dull, uninteresting, pallid, blanched, dull entry 1 sense 8, lacking color

διακριτικά,ήσυχα,διακριτικά,μεμψίμοιρος,Ανιαρά,συντηρητικά,σεμνά,άτονα,θαμπό,μετριοπαθώς

γενναία,λαμπρά,λαμπρά,πολύχρωμα,χαρούμενα,χαρούμενα,δυνατός,δυνατά,επιδεικτικά,Επιδεικτικά

colorized => Χρωματισμένος, colorings => Χρωματισμοί, colorfully => πολύχρωμα, colorations => Χρωματισμοί, colorant => Χρωστική ουσία,