Greek Meaning of comfy
άνετος
Other Greek words related to άνετος
Nearest Words of comfy
Definitions and Meaning of comfy in English
comfy (a)
providing or experiencing physical well-being or relief (`comfy' is informal)
FAQs About the word comfy
άνετος
providing or experiencing physical well-being or relief (`comfy' is informal)
άνετος,άνετος,μαλακός,άνετος,Άνετος,εύκολος,χαλαρωτικό,ευρύχωρος,ευρύχωρος,εύκολος
σκληρός,άβολος,σκληρός,σοβαρός,δυσάρεστος,εχθρικός,απρόσκλητος
comfrey => Σύμφυτο, comforts => ανέσεις, comfortless => άχαρος, comfortingly => παρηγορητικά, comforting => ελπιδοφόρος,