FAQs About the word comfy

άνετος

providing or experiencing physical well-being or relief (`comfy' is informal)

άνετος,άνετος,μαλακός,άνετος,Άνετος,εύκολος,χαλαρωτικό,ευρύχωρος,ευρύχωρος,εύκολος

σκληρός,άβολος,σκληρός,σοβαρός,δυσάρεστος,εχθρικός,απρόσκλητος

comfrey => Σύμφυτο, comforts => ανέσεις, comfortless => άχαρος, comfortingly => παρηγορητικά, comforting => ελπιδοφόρος,