Greek Meaning of cushy
Άνετος
Other Greek words related to Άνετος
Nearest Words of cushy
Definitions and Meaning of cushy in English
cushy (s)
not burdensome or demanding; borne or done easily and without hardship
FAQs About the word cushy
Άνετος
not burdensome or demanding; borne or done easily and without hardship
άνετος,άνετος,μαλακός,άνετος,άνετος,εύκολος,ευχάριστος,χαλαρωτικό,ευρύχωρος,ευρύχωρος
σκληρός,σκληρός,άβολος,σοβαρός,δυσάρεστος,εχθρικός,απρόσκλητος
cushitic => κουσιτικός, cushiony => μαλακός, cushioning => αντικραδασμική προστασία, cushioned => μαξιλαράκι, cushion tire => Λάστιχο με μαξιλάρι,