Greek Meaning of henpecking
henpecking
Other Greek words related to henpecking
- ενοχλητικός
- επαιτεία
- ενοχλητικός
- Περίπατος με το σκύλο
- καταδίωξη
- γκρινιάρης
- επείγον
- βελόνια
- τσιμπάω (κάποιον)
- Ξύσιμο, γδάρσιμο
- ενοχλητικό
- δόλωμα
- αυγολιμιά
- πρόκληση
- παρενόχληση
- παρενόχληση
- υποκινητικός
- επιμονή
- παρενόχληση
- βασανίζει
- σπρώξιμο
- Υποδεικνύωντας
- ωθώντας
- ιππασία
- κίνητρο
- ενοχλητικός
- ενοχλητικός
- κυνηγημένο
- ενοχλητικός
- τσιγκουνιά
- πιεστικός
- κολακευτικός
- πειθώ
- οδηγώντας
- πειθώ
- παροτρύνοντας
- ενοχλητικός
- ικετευτικός
- επείγον
- κολακευτικός
- γκρινιάζοντας
- αγχώνομαι γύρω από
- ερεθιστικός
- γαύγισμα (σε)
Nearest Words of henpecking
- henri becquerel => Ανρί Μπεκερέλ
- henri bergson => Ανρί Μπερξόν
- henri clemens van de velde => Ανρί Κλέμενς φαν ντε Φέλντε
- henri emile benoit matisse => Ανρί Εμίλ Μπενουά Ματίς
- henri labrouste => Ανρί Λαμπρούστ
- henri louis bergson => Ανρί Λουί Μπερξόν
- henri matisse => Ανρί Ματίς
- henri pitot => Ανρί Πιτό
- henri rene albert guy de maupassant => Ανρί Ρενέ Αλμπέρ Γκυ ντε Μωπασσάν
- henri rousseau => Ανρί Ρουσό
Definitions and Meaning of henpecking in English
henpecking (p. pr. & vb.)
of Henpeck
FAQs About the word henpecking
henpecking
of Henpeck
ενοχλητικός,επαιτεία,ενοχλητικός,Περίπατος με το σκύλο,καταδίωξη,γκρινιάρης,επείγον,βελόνια,τσιμπάω (κάποιον),Ξύσιμο, γδάρσιμο
επαινετικός,Συστήνοντας,αποθεώνοντας,κολακευτικό,χειροκροτώντας,εξυμνώντας,επαινετικό,διαφήμιση,Κατασκευή,επαινετικός
henpecked => Σπιτομουσάφης, hen-peck => υποταγμένος στη σύζυγό του, henpeck => henpeck, henotic => ενοθεϊστικός, henotheism => Ενοθεϊσμός,
![rightside-image](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)
![rightside](https://ezeedictionary.com/assests/images/rightside.gif)