Greek Meaning of hen-peck

υποταγμένος στη σύζυγό του

Other Greek words related to υποταγμένος στη σύζυγό του

Definitions and Meaning of hen-peck in English

Wordnet

hen-peck (v)

bother persistently with trivial complaints

FAQs About the word hen-peck

υποταγμένος στη σύζυγό του

bother persistently with trivial complaints

ενοχλώ,ικετεύω,ενοχλώ,σκύλος,κυνηγόσκυλο,γκρινιάζω,βελόνα,παράπονο,παρόρμηση,κλωσάω

επαίνω,κομπλιμέντο,Επαινεῖν,Έπαινος,συστήνω,χειροκροτώ,χτίζω,όλα,εκδήλωση θαυμασμού,επαινέω

henpeck => henpeck, henotic => ενοθεϊστικός, henotheism => Ενοθεϊσμός, henogenesis => παρθενογένεση, henoge ny => Χενούντζι νι,