FAQs About the word savouring

απόλαυση

taking a small amount into the mouth to test its quality

ενισχυτικό,εμπλουτίζων,άρωμα,μπαχαρικά,καρύκευμα,αρωματιστικός,κορδόνια,πιπέρι,αρωματισμός,αλάτισμα

αποτρόπαιος,αποστροφή,αηδία,βδελυρός,καταδικαστικός,καταφρονητικός,περιφρόνηση

savour => απολαμβάνω, savory => νόστιμο, savorous => νόστιμο, savorly => Nόστιμα, savorlessness => ανεπάρκεια γεύσης,