Greek Meaning of saucing
σάλτσα
Other Greek words related to σάλτσα
Nearest Words of saucing
- saucisse => λουκάνικο
- saucisson => Λουκάνικο
- saucy => θρασύς
- saudi => Σαουδικός
- saudi arabia => Σαουδική Αραβία
- saudi arabian => σαουδαραβικός
- saudi arabian monetary unit => Νομισματική μονάδα της Σαουδικής Αραβίας
- saudi arabian riyal => Σαουδαραβικό ριάλ
- saudi-arabian => σαουδαραβικός
- sauerbraten => Σάουερμπράτεν
Definitions and Meaning of saucing in English
saucing (p. pr. & vb. n.)
of Sauce
FAQs About the word saucing
σάλτσα
of Sauce
ενισχυτικό,εμπλουτίζων,άρωμα,αλάτισμα,απολαμβάνοντας,απόλαυση,καρύκευμα,μπαχαρικά,κορδόνια,πιπέρι
No antonyms found.
sauciness => θράσος, saucily => θρασυδειλά, saucer-shaped => σχήματος πιατιού, saucer-eyed => έκθαμβος, saucer magnolia => Μάγνολια το γιγαντιαίο,