FAQs About the word stubbled

μουσάτος

having a short growth of beard

γένιος,γενειοφόρος,Μουστακάτος,αξύριστος,μουσάτος,χνουδωτός,αφράτο,ασαφής,τριχωτός,με μουστάκι

φαλακρός,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,αδριής,ξυρισμένος,ξυρισμένος

stubble => ακαθαρσία, stubbiness => υπομονή, stub out => Σβήνω, stub nail => Μπουλονάκι, stub => κούτσουρο,