Greek Meaning of bewhiskered

γενειοφόρος

Other Greek words related to γενειοφόρος

Definitions and Meaning of bewhiskered in English

Wordnet

bewhiskered (s)

having hair on the cheeks and chin

FAQs About the word bewhiskered

γενειοφόρος

having hair on the cheeks and chin

γένιος,τριχωτός,με μουστάκι,Μουστακάτος,τριχωτός,μουσάτος,τριχωτός,θάμνος,βαμβακώδης,χνουδωτός

φαλακρός,φαλακρός,φαλακρός,κουρεμένος,λείο,άμουσος,αδριής,ξυρισμένος,ξυρισμένος

bewhisker => μουσάτος, bewetted => υγρό, bewet => Βρέχω, bewept => θρηνητός, beweeping => κλάμα,