Greek Meaning of spacy

ευρύχωρος

Other Greek words related to ευρύχωρος

Definitions and Meaning of spacy in English

Wordnet

spacy (s)

stupefied by (or as if by) some narcotic drug

FAQs About the word spacy

ευρύχωρος

stupefied by (or as if by) some narcotic drug

μπερδεμένος,ζαλισμένος,ζαλισμένος,μπερδεμένος,Στη θάλασσα,θαμπός,μπερδεμένος,μπερδεμένος,απορημένος,αποσπασμένος

συναγερμός,καθαρό μυαλό,συνειδητός

spackling compound => Στόκος, spackle => Στόκος, spaciousness => ευρυχωρία, spaciously => ευρύχωρα, spacious => ευρύχωρος,