Greek Meaning of spadework

προπαρασκευαστική εργασία

Other Greek words related to προπαρασκευαστική εργασία

Definitions and Meaning of spadework in English

Wordnet

spadework (n)

dull or routine preliminary work preparing for an undertaking

FAQs About the word spadework

προπαρασκευαστική εργασία

dull or routine preliminary work preparing for an undertaking

δουλειά της κακομοίρας,προσπάθεια,κούραση,δουλεία,Μόχθος,εργασία,δουλειά του σπιτιού,γαϊδουροδουλειά,δουλεία,καθήκον

αποσυμπίεση,εκτροπή,ευκολία,διασκέδαση,ελεύθερος χρόνος,παίξε,χαλάρωση,ανάπαυση,Διασκέδαση,ερωτοτροπία

spade-shaped => σπάθα, spade-like => σαν φτυάρι, spadefoot toad => Κυκλοπέταλος βάτραχος, spadefoot => Σκαφτιάς, spadefish => Ξιφίας,